τρίχινο

τρίχινο
(...), kıldan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριχιά — η 1.τρίχινο σκοινί. 2. κάθε σκοινί: Στη διελκυστίνδα τραβάνε τριχιά. 3. τρίχινο νήμα που χρησιμοποιούν αυτοί που ράβουν δέρματα. 4. τρίχινο κόσκινο των μεταλλουργών, η σήτα, η σαλαγκιά. 5. σύνεργο για ψάρεμα από λεπτό νήμα με βαρίδι και αγκίστρι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • τριχιά — η, Ν 1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών 2. (γενικά) χονδρό σχοινί 3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών 4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών 5. η καθετή τών ψαράδων 6. κρησάρα, σήτα 7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» υπερβάλλω.… …   Dictionary of Greek

  • αλωνοχάραρο — το τρίχινο σακί, στο οποίο τοποθετούνται τα άχυρα στο αλώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + χαράρι] …   Dictionary of Greek

  • εντρίχωμα — ἐντρίχωμα, το (Α) 1. οι τρίχες τών βλεφάρων, βλεφαρίδες 2. κόσκινο, τρίχινο σουρωτήρι, στραγγιστήρι …   Dictionary of Greek

  • κετσές — ο 1. μάλλινο ή τρίχινο πεπιεσμένο ύφασμα, πίλημα 2. είδος τάπητα που γίνεται από τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kece] …   Dictionary of Greek

  • κιλίκιος — κιλίκιος, ία, ον (ΑΜ, Α και ος, ον) [Κίλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κιλίκιον χοντρό ύφασμα από τρίχες γίδας τής Κιλικίας, το οποίο χρησίμευε κυρίως για την κατασκευή ιστίων αλλά και ως προστατευτικό κάλυμμα στα πλοία μσν. το ουδ. ως ουσ. α) τρίχινο… …   Dictionary of Greek

  • λεβητωνάριον — και λευϊτωνάριον, τὸ (Α) είδος μοναχικού χιτώνα κατασκευασμένου με τρίχες, τρίχινο ράσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lebitonarium ή levitonarium «είδος μοναχικού χιτώνα»] …   Dictionary of Greek

  • σακ(κ)οπήρα — η / σακκοπήρα, ΝΜΑ οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»] …   Dictionary of Greek

  • σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος …   Dictionary of Greek

  • σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”